κοντολογία

κοντολογία
η краткость, сжатость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοντολογία" в других словарях:

  • κοντολογία — και κοντολογιά, η (Μ κοντολογία) [κοντολογώ] σύντομη αφήγηση, περιληπτική διήγηση μσν. (και ως επίρρ.) κοντολογιά με λίγα λόγια, σύντομα («νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά», Σαχλίκ.) …   Dictionary of Greek

  • κοντολογιά — η συντομία, σύντομη διήγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντολογιογραμμένος — κοντολογιογραμμένος, η, ο (Μ) γραμμένος με λίγα λόγια, με συντομία, βραχυλογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντολογία + γραμμένος, μτχ. παθ. τού ρ. γράφω] …   Dictionary of Greek

  • κοντολογιό — το φρ. «εις κοντολογιό» ή «σ κοντολογιό» με λίγα λόγια, με συντομία, κοντολογίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντολογία με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»